-
1 αδύνατα
-
2 ἀδύνατα
-
3 ἀδύνατα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδύνατα
-
4 Μη επιθύμει αδύνατα
• Не желай невозможногоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μη επιθύμει αδύνατα
-
5 ἀδύνατος
ἀδῠνᾰτ-ος, ον,I of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt.3.138, Epich.272, E.HF56, etc.;ἀ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1379a2
; ἀ. ὥστε .. Onos.1.13: [comp] Comp., τὸν δυνατώτερον τοῦ -ωτέρου [πλέον ἔχειν] Pl.Grg. 483d: [comp] Sup.-ώτατος, λέγειν Eup.95
.2 abs., without strength, powerless, weakly, Hdt.5.9, E. Ion 596, Andr. 746; οἱ ἀ. men disabled for service, whether as invalids or paupers, Lys.24 tit., Arist.Ath.49.4;ἐν τοῖς ἀ. μισθοφορεῖν Aeschin.1.103
;ἀ. σώματι Lys.2.73
; ἀ. χρήμασι poor, Th.7.28; εἴς τι Pl.Hp.Mi. 366b; οἱ -ώτατοι persons of no importance, Phld.Herc. 1457.8; of ships, disabled, Hdt.6.16; τὸ ἀ. want of strength, Pl. Hp.Ma. 296a; τὰ ἀ. disabilities, D.18.108.II of things, impossible, E.Or. 665, Hel. 1043; ἐλπίδες unrealizable, Democr.58;τὸ ἀ. Arist.Cael. 280b12
;ἡ εἰς τὸ ἀ. ἀπαγωγή
reductio ad impossibile, APr. ; ὁ διὰ τοῦ ἀ. συλλογισμός, ἡ διὰ τοῦ ἀ. δεῖξις, ib. 34b30, 45a35;ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12
:—ἀδύνατόν [ἐστι] c. inf., Hdt.1.32, al.; ἀδύνατά [ἐστι] Pi.P.2.81, Hdt.1.91, 6.106, Th.1.59; ἀ. ὑμῖν ὥστε .. Pl.Prt. 338c;ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60
;τὰ ἀ. καρτερεῖν E.IA 1370
;τολμᾶν ἀδύνατα Id.Hel. 811
;ἀδυνάτων ἐρᾶν Id.HF 318
, cf. Luc.DDeor.8, etc.; prov.,ἀδύνατα θηρᾷς Macar.1.26
: [comp] Comp. -ώτερον, ἔτι.. εἰ οἷόν τε .. Pl.Tht. 192b, cf. Prm. 138d: [comp] Sup.,ὃ δὴ πάντων -ώτατον Id.Phlb. 15b
.III Adv. - τως without power or skill, feebly, , cf. 3.3.4 ([comp] Comp.), Lys.12.3:—ἀ. ἔχειν to be unwell, Pl.Ax. 364b; to be unable, c. inf., Arist. Rh.Al. 1435a16; ἀ. ἔχει it is impossible, Epicur.Ep.2p.49U.; ἀ. λέγεται it is an impossible story, Phld.Rh.2.122 S.—Rare in poetry: Trag. only in E.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδύνατος
-
6 ΕΥΧή
ΕΥΧή, ἡ, Gebet, Wunsch u. Gelübde; bei Hom. αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔϑνεα νεκρῶν Od. 10, 526; πρόφρων γε ϑεὰ ὑποδέξεται εὐχάς Hes. Th. 419; ϑεὸς εὔφρων εἴη εὐχαῖς Pind. Ol. 4, 14; τελεῖν τὰς εὐχάς, das Gebet erhören, erfüllen, Aesch. Ag. 947; λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαϑάς Suppl. 621; ἄνακτι – λυτηρίους εὐχὰς ἀνάσχου Soph. El. 636; μάταιον εὐχὴν ηὔξω Eur. I. T. 628; εὐχὴ κατὰ χιλίων χιμάρων, Gelübde von 1000 Ziegen, Ar. Equ. 665; εὐχὴ καὶ παιᾶνες Thuc. 7, 75; εὐχὴν ποιεῖσϑαι, εὔχεσϑαι, Plat. Alc. II, 142 e 148 c; εὐχῇ χρῆσϑαι Legg. III, 688 b; ἆρ' οὐκ εὐχὰς εἶναι τοῖς ϑεοῖς VIII, 801 b; εὐχαὶ πρὸς ϑεούς III, 700 b; oft mit ϑυσίαι verbunden; in der Vrbdg πᾶς φοβεῖται καὶ τιμᾷ γονέων εὐχάς, XI, 931 e, ist es Verwünschung und Anwünschung, Fluch u. Segen; Fluch auch Eur. Phoen. 70; πατρίας εὐχὰς εὔχεσϑαι, von den durch den Herold feierlich gesprochenen Gebeten, Aesch. 1, 23. – Uebh. der Wunsch, ἄξια εὐχῆς διαπράττεσϑαι Isocr. 4, 182; 5, 19; κατὰ τὴν τῶν παίδων εὐχήν Plat. Soph. 249 b; κατ' εὐχὴν ποιεῖν τινι, Jem. nach Wunsch handeln. Arist. poet. 13; ἐκ δ' εὐχῆς, nach Wunsch, Theaet. 1 (VI, 357); a. Sp. Bes. aber eitler, leerer Wunsch, im Ggstz des Ausführbaren, oder wirklich Ausgeführten, μὴ εὐχὴ δοκῇ εἶναι ὁ λόγος Plat. Rep. V, 450 d; οὐκ ἄρα ἀδύνατά γε οὐδ' εὐχαῖς ὅμοια ἐνομοϑετοῦμεν 456 c; ὡς ἄλλως εὐχαῖς ὅμοια λέγοντες VI, 499 c; μὴ παντάπασιν ημᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι VII, 540 d; πράξεις δυνατὰς μέν, εὐχῇ δ' ὁμοίας Isocr. 5, 118; vgl. Dem. 24, 68.
-
7 καρτερέω
καρτερέω, stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παϑόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῠμα λακτίζοντες I. T. 1395; τίς ἂν τὰ τοιαῠτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ ϑαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz πτήσσω Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; πρός τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ ῥῖγος Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάϑειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται τἀμά.
-
8 ἀ-δύνατος
ἀ-δύνατος, 1) unvermögend, nicht im Stande, ἀμύ-νεσϑαι, sich zu wehren, Thuc. 2, 11; λέγειν 3, 42; ἀδυνατώτατος λέγειν Eupol. bei Plut. Alc. 13; vgl. Her. 5, 9; Xen. Mem. 2, 6, 25; χρήμασι, arm, Thuc. 7, 28; σώματι, zum Kriegsdienste untauglich, Invalide, s. Lys. or. 24 περὶ ἀδυνάτου; zu arm zum Dienst, Aesch. 1, 103 ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισϑοφορεῖν, vgl. Böckh's Staatshh. I p. 260 ff.; εἴς τι Plat. Hipp. min. 366 b. – 2) Pass. unmöglich, τὸ ἀδύνατον u. τὰ ἀδ., die Unmöglichkeit, Her. 9, 60; Eur. Iph. A. 1370; καὶ χαλεπὰ ἔργα Xen. Cyr. 1, 1, 3; An. 5, 6, 10; ἀδύνατόν ἐστι τυχεῖν Pind. N. 7, 55; ἐϑέλειν Plat. Rep. II, 381 c; ἀδύνατά ἐστι, Pind. P. 2, 81; Thuc. 8, 60; ἀδ. ὑμῖν, ὥςτε έλέσϑαι Plat. Prot. 338 c; auch adv., ἀδυνάτως ἔχειν, unmöglich sein, nicht im Stande sein, Antiph. 5, 76; Axioch. 364 b; πρὸς τὰς στρατείας Plut. Ages. 27.
-
9 αδυνατον
τό тж. pl.1) невозможное, невозможность Her.2) немощь, слабость, бессилие Plat. -
10 καρτερεω
мужественно выдерживать, терпеливо переносить(τὰ ἀδύνατα Eur.; πολλέν κακοπάθειαν Arst.)
; быть стойким, выказывать твердость, обнаруживать упорство(μάχῃ Eur.; πρὸς λιμὸν καὴ ῥῖγος Xen.; ἐν πολέμῳ Plat., Luc.; ἐπὴ τοῖς παροῦσι Isocr.; ἐν τοῖς πάθεσιν Arst.)
κ. ἐλπίδι τινός Thuc. — утешаться (досл. укрепляться) надеждой на что-л.;καρτερεῖ ἀναλίσκων ἀργύριον Plat. — он упорно тратит деньги;τὰ δεινὰ κ. Soph. — быть страшно упорным, непреклонным;ἃ ἐγὼ οὔτε τότ΄ ἐκαρτέρουν ἀκούων Aeschin. — то, чего я тогда не в силах был слушать;μή νυν προδῷς με, ἀλλὰ καρτέρει. - Κεκαρτέρηται τἀμά Eur. — не оставляй меня, потерпи. - Я уже претерпел свое, т.е. нет у меня больше сил -
11 αδύνατος
η, ο [ος, ον ]1) слабый (в разн. знач);αδύνατο παιδί — слабый ребёнок;
αδύνατη υγεία — слабое здоровье;
αδύνατη μνήμη — слабая память;
αδύνατη πειθαρχία — слабая дисциплина;
αδύνατος αέρας — слабый ветер;
2) худой; тощий (тж. о мясе);3) невозможный, невыполнимый;ζητώ αδύνατα πράγματα — требовать невозможного;
αδύνατο!
— не может быть!;αυτό είναι αδύνατο — это невозможно;
δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατο — нет ничего невозможного;
αυτό είναι αδύνατο να γίνει — это сделать невозможно;
άν είναι αδύνατο να... — в случае невозможности...;
καθιστώ αδύνατο — сделать невозможным
-
12 δυνατός
η, ό[ν]1) в разн. знач сильный;δυνατή κράση — крепкое здоровье;
δυνατή παγωνιά — сильный мороз;
επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);δυνατή επιρροή — сильное влияние;
είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;
πυρετός — сильный жар;πόνος — сильная боль;δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;
δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);
δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);
2) крепкий, прочный;δυνατό σχοινί — прочная верёвка;
3) перен. крепкий;δυνατός καπνός — крепкий табак;
δυνατό κρασί — крепкое вино;
4) возможный, потенциальный;είναι δυνατό — можно, возможно;
δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;
б) не может быть;μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;
τα δυνατά — всё возможное;
§ βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;
κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;
κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;
насколько возможно;όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее
-
13 επιχειρώ
-
14 αδύναθ'
-
15 ἀδύναθ'
-
16 αδύνατ'
-
17 ἀδύνατ'
-
18 ταδύνατα
-
19 τἀδύνατα
-
20 ἀγαθός
1 of persons, noble, gooda adj., distinguishedπατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91
esp. in physical prowess,ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100
οὐθαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51
καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26
b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96
οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83
οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285
ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63
τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26
τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69
2 of things, honourable, of honourὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100 “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.174 n. subs., good, good fortuneἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33
esp. in pl.,πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30
5 dub. ex. [ ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδύνατα — ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδύνατα — ἀδύνατα , ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδύναθ' — ἀδύνατα , ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl ἀδύνατε , ἀδύνατος unable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδύνατ' — ἀδύνατα , ἀδύνατος unable neut nom/voc/acc pl ἀδύνατε , ἀδύνατος unable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
Cheilon — Chilon von Sparta (auch bekannt als Cheilon von Lakedemonien, griech. Χίλων ὁ Λακεδαιμόνιος), war 556/555 [?] v. Chr. spartanischer Ephor und Verfassungsreformer und galt (nach Platon) als einer der Sieben Weisen des antiken Griechenlands.… … Deutsch Wikipedia
Chilon — von Sparta (auch bekannt als Cheilon von Lakedemonien, griech. Χίλων ὁ Λακεδαιμόνιος), war 556/555 [?] v. Chr. spartanischer Ephor und Verfassungsreformer und galt (nach Platon) als einer der Sieben Weisen des antiken Griechenlands.… … Deutsch Wikipedia
Chilon von Sparta — (auch bekannt als Cheilon von Lakedemonien, griech. Χείλων ὁ Λακεδαιμόνιος), war 556/555 [?] v. Chr. spartanischer Ephor und Verfassungsreformer und galt (nach Platon) als einer der Sieben Weisen des antiken Griechenlands. Inhaltsverzeichnis 1… … Deutsch Wikipedia
невъзможьныи — (60) пр. 1. Невозможный: ѡ моемъ ѡц҃и да исправи(т) г(с)ь ˫ако же хоще(т). тому бо... възможна всѧ су(т). а еже ѿ чл҃вкъ невъзможна. (τὰ... ἀδύνατα) ЖВИ ХIV–ХV, 64а; невъзможьно средн. в сост. сказ. Невозможно, нельзя: ѧко се пострадавъшю чл҃вкѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
немощьныи — (238) пр. 1.Бессильный, слабый, немощный: въ васъ мнози немоштьни и недѹживи и съпѧть мнози. (ἀσϑενεῖς) Изб 1076, 122; ови ѹни сѹть. дрѹзии же заматерѣли. и ови сѹть крѣпъции. а ови немощьни. УСт XII/XIII, 206 об.; д҃хъ бодр(ъ) плоть же немощна.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)